- ἀπόθεσιν
- ἀπόθεσιςlaying up in storefem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοίτη — Το κοίλο μέρος του εδάφους που κατέχεται από τα νερά ενός χειμάρρου, ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Απαρτίζεται από τον πυθμένα και δύο όχθες, οι οποίες μπορεί να αποτελούν προϊόν φυσικής διεργασίας ή να έχουν σχηματιστεί με τεχνητά αναχώματα.… … Dictionary of Greek
παρεξαιρώ — έω, ΜΑ [εξαιρώ] 1. βγάζω κάτι από τη μέση, εξάγω, αφαιρώ («μίαν μακράν [συλλαβήν] παρεξελών», Τζέτζ.) 2. μέσ. παρεξαιροῡμαι λαμβάνω με εκλογή, εκλέγω και παίρνω («παρεξελόμενοι οἰκήματα εἰς ἀπόθεσιν τῶν σκευῶν») … Dictionary of Greek
ταμιεία — και ταμεία, ἡ, Α [ταμιεύω] 1. διοίκηση, διαχείριση, επιμέλεια («τὴν ἀπόθεσιν τῆς τροφῆς καὶ ταμιείαν», Αριστοτ.) 2. το αξίωμα ή το έργο τού ταμία («τοὺς ἀξιωθέντας ἀγορανομίας καὶ ταμιείας ἐν Νεμαύσῳ Ῥωμαίοις ὑπάρχειν», Στράβ.) … Dictionary of Greek